Άρθρο του Γιώργου Σκρεπέτη, Πτυχιούχου Νομικής Α.Π.Θ


Το αδίκημα της εκβίασης κατά των επιχειρήσεων σύμφωνα με το Άρθρο 385 παρ. 3 Π.Κ.
Γράφει ο Σκρεπέτης Γεώργιος, Πτυχιούχος Νομικής Α.Π.Θ., Ασκούμενος Δικηγόρος

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το αδίκημα της εκβίασης κατά των επιχειρήσεων συνιστά ένα σύγχρονο ζήτημα, το οποίο απασχολεί εντόνως τη νομολογία μας, καθώς στα χρόνια της κρίσης έχει παρατηρηθεί έξαρση των κρουσμάτων εκβιαστικής δραστηριότητας, από κοινού με την εξάπλωση του οργανωμένου εγκλήματος. Ειδικότερα, η διακεκριμένη αυτή παραλλαγή της εκβίασης αναφέρεται στην παρακώλυση της ελεύθερης άσκησης επαγγέλματος,  της επιχειρηματικής δραστηριότητας  και στην κατ΄ επίφαση παροχή προστασίας, ιδιαίτερα, από τα κυκλώματα της νύχτας. Εξάλλου, υπό τα νέα δεδομένα, εμφανίζεται συχνά ως εύκολος και προσοδοφόρος στόχος των δραστών – νονών της νύχτας. Ταυτόχρονα, οι συνεχώς εναλλασσόμενοι τρόποι τέλεσης των δραστών, εν γένει χαρακτηριστικό των περιουσιακών εγκλημάτων, δυσχεραίνουν το έργο της καταπολέμησης και της δίωξης των εκβιαστών. Εν κατακλείδι, αντικείμενο του παρόντος άρθρου αποτελεί τόσο η περιγραφή όσο και η ανάδειξη της ειδικότερης αντιμετώπισης του αδικήματος της εκβίασης που στρέφεται κατά των επιχειρήσεων, του επαγγέλματος, του λειτουργήματος ή άλλης δραστηριότητας, όπως αυτή προβλέπεται στη διάταξη του άρ. 385 παρ. 3 του Π.Κ.
ΤΟ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΟ ΕΝΝΟΜΟ ΑΓΑΘΟ
Η έννοια της εκβίασης είναι το έγκλημα που εντάσσεται στο 23ο κεφάλαιο, υποκεφάλαιο ΙΙ, του Ειδικού Μέρους του Ποινικού μας Κώδικα και ανοίγει τα εγκλήματα κατά της περιουσίας. Πρόδηλο είναι ότι το κατ’ ιδίαν έγκλημα της εκβίασης, άρα και της εκβίασης επιχειρήσεων, συνίσταται, σύμφωνα με την ορθότερη και κρατούσα γνώμη, στην προσβολή κατά της περιουσίας, στρέφεται ήτοι κατά της συνολικής περιουσιακής κατάστασης που εξατομικεύει στη δεδομένη χρονική στιγμή το έννομο αγαθό της περιουσίας, ως σύνολο αγαθών αποτιμητών σε χρήμα, και όχι κατά του πράγματος καθεαυτό. Συνεπώς, το προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι η περιουσία ως σύνολο, ενώ η προσβολή της ξένης περιουσίας έγκειται στην περιουσιακή μετάθεση. Πρόκειται για τυποποιημένη, στο άρθρο 385 Π.Κ., συμπεριφορά στο πλαίσιο της οποίας ο δράστης πετυχαίνει την μετάθεση περιουσιακών στοιχείων από την περιουσία του παθόντος στην περιουσία του ίδιου ή τρίτου και λαμβάνει χώρα με εξαναγκασμό. Παράλληλα, όμως, συμπροσβαλλόμενο έννομο αγαθό καθίσταται και η προσωπική ελευθερία, ως μέσον για την επίτευξη της προσβολής του κύριου εννόμου αγαθού της περιουσίας, είτε ως ελευθερία πραγμάτωσης της βούλησης και ελευθερίας διάθεσης, της οποίας η τέλεση προϋποθέτει γνώση του θύματος και των συνθηκών υπάρξεώς του,  είτε ως ελευθερία για το σχηματισμό και την πραγματοποίηση αποφάσεων του ανθρώπου αναφορικά με τα περιουσιακά θέματα, είτε γενικά ως ελευθερία του εκβιαζόμενου. Η εκβίαση επιχειρήσεων κατέστη σαφές, λοιπόν, ότι προστατεύει αυτά τα έννομα αγαθά, όμως, από νέους και απειλητικούς τύπους προσβολών, ιδίως, λόγω της εκβιαστικής προστασίας επιχειρήσεων ως μορφής οργανωμένου εγκλήματος.
ΝΟΜΟΤΥΠΙΚΗ ΜΟΡΦΗ (Αντικειμενική και Υποκειμενική Υπόσταση)
Πριν την κατ’ ιδίαν εξέταση του ποινικού αδικήματος που προβλέπεται από το άρ. 385 παρ. 3 Π.Κ., κρίνεται αναγκαία η αναφορά μας στη διάρθρωση των επιμέρους μορφών της εκβίασης. Συγκεκριμένα, το έγκλημα της εκβίασης παραλλάσσεται τυποποιούμενο με διακεκριμένες μορφές στο (α) βασικό έγκλημα εκβίασης (ά. 385 παρ. 1 Π.Κ.), (β) στη  διακεκριμένη μορφή εκβίασης που εξομοιώνεται  με τη ληστεία ή ληστοειδή εκβίαση (ά. 385 παρ. 2 Π.Κ.) και στη (γ) διακεκριμένη (ιδιόμορφη) μορφή της εκβίασης επιχειρήσεων ή εκβίασης μέσω προστασίας, υποδιαιρούμενη σε: ήπια διακεκριμένη (ά. 385 παρ. 3 εδ. α΄ Π.Κ.) και ιδιαίτερα διακεκριμένη (ά. 385 παρ. 1 εδ. β΄ Π.Κ.). Προτού όμως προχωρήσουμε στο έγκλημα της εκβίασης επιχειρήσεων, οφείλουμε να εξετάσουμε το αλληλένδετο έγκλημα της απλής εκβίασης. Ειδικότερα, το έγκλημα της εκβίασης είναι υπαλλακτικώς μικτό, αφού μπορεί να τελεστεί με βία ή απειλή ή με αμφότερα τα μέσα. Ο σκοπός παράνομου περιουσιακού οφέλους καθιστά το άρ. 385 Π.Κ. έγκλημα σκοπού, υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης ή στενότερης αντικειμενικής υπόστασης καθώς και έγκλημα ουσιαστικής αποπεράτωσης. Το έγκλημα, πάντως, πληρούται με την επέλευση της περιουσιακής ζημίας, δίχως να απαιτείται πραγμάτωση του σκοπού παράνομου περιουσιακού οφέλους. Μάλιστα, για την πλήρωση της νομοτυπικής του μορφής απαιτούνται τα εξής στοιχεία: (α) εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζόμενου ή άλλου, τις μορφές αυτές του εξαναγκασμού συνιστούν ,λοιπόν, : (Ι) Η πράξη, δηλαδή μία θετική ενέργεια του θύματος, στην οποία δίχως τον εξαναγκασμό δε θα προέβαινε και που προκαλεί περιουσιακή ζημία σε αυτό, ενώ παράλληλα δύναται να προσπορίσει στο δράστη ή άλλο και περιουσιακό όφελος. (ΙΙ) Η παράλειψη, που εκδηλώνεται όταν το θύμα έχει νομική υποχρέωση ενέργειας, εντούτοις, εξαιτίας του εξαναγκασμού του, αδρανεί π.χ. η μη έγερση αγωγής. (ΙΙΙ) Η ανοχή που είναι η μη αντίδραση που ήθελε ο δράστης (ή τρίτος) να επιδείξει ο εξαναγκαζόμενος, λόγω της ψυχολογικής του καθήλωσης, σε κατάσταση ή συμπεριφορά που αφορά τον πρώτο. Η μορφή αυτή συμπεριφοράς έχει σημασία στο βαθμό που θεωρείται περιουσιακή διάθεση. (β) Ο εξαναγκασμός να γίνεται με βία ή με απειλή ικανή να αποκλείσει το αυτοπροαίρετο της απόφασης. (γ)  Τέλος, ο σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος.
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ
Το έγκλημα της εκβίασης είναι κοινό και αντικείμενο του αποτελεί η εξατομικευμένη κάθε φορά περιουσία ως σύνολο επιμέρους στοιχείων. Πράξη της (απλής) εκβίασης είναι ο εξαναγκασμός με βία ή απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή που έχει ως αποτέλεσμα την περιουσιακή ζημία του εξαναγκαζόμενου ή άλλου. Η εκβίαση σε όλες τις μορφές της είναι υπαλλακτικά μικτό έγκλημα, καθώς μπορεί να τελεστεί με βία ή με απειλή ή με αμφότερα τα μέσα. Στην ειδικότερη διάταξη του άρ. 385 παρ. 3 Π.Κ. τυποποιούνται δύο μορφές τέλεσης του εγκλήματος της εκβίασης επιχειρήσεων. Πράξεις της εκβίασης επιχειρήσεων είναι (α) ο εξαναγκασμός με βία ή με απειλή βλάβης της επιχείρησης κ.λ.π., που ασκεί ο εξαναγκαζόμενος ή άλλος, σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζόμενου ή άλλου, (β) ο εξαναγκασμός σε προσφορά παροχής ή παροχή προστασίας για την αποτροπή πρόκλησης βλάβης της επιχείρησης που ασκεί ο εξαναγκαζόμενος η άλλος από τρίτο. Αντικείμενο προσβολής του ανωτέρω αδικήματος είναι η επιχείρηση, το επάγγελμα, το λειτούργημα και η άλλη δραστηριότητα., όροι εξωποινικοί, καθώς από καμία διάταξη δεν προσδιορίζεται η έννοια τους, αλλά σχετίζονται, κυρίως, με το εμπορικό και το φορολογικό δίκαιο.
ΤΑ ΜΕΣΑ ΕΞΑΝΑΓΚΑΣΜΟΥ
Η συμπεριφορά του δράστη της εκβίασης επιχειρήσεων περιορίζεται στην πράξη εξαναγκασμού, που συνιστά ταυτόχρονα και την πράξη προσβολής του εννόμου αγαθού της περιουσίας. Πριν ,όμως, από την ανάλυση που ακολουθεί σχετικά με την πράξη εξαναγκασμού, προέχει η εξέταση των μεσών με τα οποία συντελείται ο εξαναγκασμός,, αρχικά, σε ένα γενικό πλαίσιο και μετέπειτα, όταν ειδικά αυτά στρέφονται κατά της επιχείρησης , του επαγγέλματος κ.λ.π. Τα μέσα αυτά είναι η βία και η απειλή, ήτοι, στην εκβίαση επιχειρήσεων κ.λ.π., η βία κατά της επιχείρησης ή η απειλή βλάβης κατά της επιχείρησης και μόνο.   
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ (ΥΛΙΚΗΣ) ΒΙΑΣ
Η βία συνεπάγεται τη σωματική αποδυνάμωση του θύματος. Η βία, λοιπόν, αποβλέπει στην υποκατάσταση της θέλησης αυτού που εκβιάζεται με τη θέληση εκείνου που εξαναγκάζει και στοχεύει στον εξαναγκασμό του σε συγκεκριμένη πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται περιουσιακή ζημία στον εξαναγκαζόμενο ή άλλο. Η βία διακρίνεται σε άμεση σωματική βία, όταν έρχεται ευθέως σε επαφή με το ξένο σώμα και σε έμμεση, όταν επενεργεί άμεσα σε άλλο αντικείμενο επηρεάζοντας έμμεσα τη σωματική δυνατότητα του θύματος. Η σωματική βία εν προκειμένω είναι πάντοτε έμμεση, διότι αν είναι άμεση θα πρόκειται είτε για ληστεία εν στενή εννοία (380 παρ.1 περ. α Π.Κ.), είτε για ληστρική εκβίαση (380 παρ.1 περ. β  Π.Κ.), είτε για βαριά εκβίαση (380 παρ. 2 Π.Κ.). Η σωματική βία μπορεί να είναι απόλυτη (vis absoluta), που στερεί από το θύμα τη δυνατότητα πράξης ή ψυχοσωματική – απειλή σωματικής βίας (vis compulsiva) που αποτελεί συνδυασμό σωματικής βίας και απειλής, η ειδοποιός διαφορά της εντοπίζεται στην κάμψη της αντίστασης του θύματος, που δεν επέρχεται με τη σωματική του αποδυνάμωση, με τη χρήση υλικής δύναμης, αλλά με ψυχολογική επενέργεια επάνω του (ψυχολογική βία). Κρίσιμο, τέλος, είναι ότι στο αδίκημα της πλημμεληματικής εκβίασης, η έννοια της βίας περιλαμβάνει μόνο την vim compulsivam.
ΒΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ, ΤΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ, ΤΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΜΑΤΟΣ Ή ΑΛΛΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ
Στη διάταξη της παραγράφου 3 του άρ. 385 Π.Κ. απαιτείται η βία να στρέφεται κατά της επιχείρησης, του επαγγέλματος, του λειτουργήματος ή άλλης δραστηριότητας. Επομένως, βία η οποία στρέφεται σε πράγματα, τα οποία δε σχετίζονται άμεσα με την επιχείρηση ή το επάγγελμα του θύματος κ.λ.π. δεν πληρούν τη συγκεκριμένη έννοια της βίας. Αφού επιχειρήθηκε, προηγουμένως, η προσέγγιση της έννοιας της βίας της εκβίασης μπορούμε τώρα να ερευνήσουμε με ποιους ειδικότερους τρόπους είναι δυνατόν να στρέφεται η βία κατά της επιχείρησης. Καταρχάς, όπως γίνεται δεκτό η βία μπορεί να στρέφεται κατά πραγμάτων και αντίστοιχα και κατά πραγμάτων της επιχείρησης του επαγγέλματος κ.λ.π., ενώ δεν αποκλείεται και η σωματική βία να προκαλεί βλάβη στην επιχείρηση, όχι όμως άμεση, καθώς στοχεύει στην οικονομική της βλάβη, στρεφόμενη και κατά της φήμης και της αξιοπιστίας της.
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ (ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗΣ ΒΙΑΣ) ΑΠΕΙΛΗΣ
Η απειλή  εμφανίζεται ,όπως και η βία, με την μορφή του άρ. 330 του Π.Κ., δηλαδή ως απειλή σωματικής βίας ή άλλης παράνομης πράξης ή παράλειψης, όχι όμως με επικείμενο κίνδυνο ζωής του άρ. 385 παρ. 2 Π.Κ.  Απειλή, λοιπόν, συνιστά η εξαγγελία μελλοντικού κακού, η πραγματοποίηση του οποίου παρουσιάζεται ότι εξαρτάται από τη βούληση του δράστη. Αναγκαίο είναι αυτό να βρίσκεται στη σφαίρα επιρροής και ελέγχου του δράστη, δηλαδή, τόσο ότι μπορεί να το πραγματώσει όσο και αν το πραγματώνει άλλος να μπορεί να το ελέγξει. Άλλη έννοια, πάντως, έχει η προειδοποίηση, που αφορά συνέπειες ανεξάρτητες από τη συμπεριφορά του προειδοποιούντος. Η απειλή, ακόμη, μπορεί να διατυπώνεται όχι μόνο ρητά και άμεσα αλλά και έμμεσα ή σιωπηρά, ενώ δεν υφίσταται όταν κάποιος απευθύνει ότι θα επιδιώξει την οικονομική αξίωσή του με νόμιμο προβλεπόμενο μέσο. Δύναται να αφορά οποιοδήποτε έννομο αγαθό του απειλουμένου. Το κακό μπορεί να στρέφεται είτε κατά του παθόντος είτε κατά προσφιλούς του προσώπου, ώστε να το αισθάνεται και ο ίδιος ο παθών ως κακό. Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί ότι και ο φόβος ηθικής βλάβης παράγει εκβίαση π.χ. η απειλή δημοσίευσης φωτογραφίας κάποιου με άσεμνο περιεχόμενο. Επιπλέον, δεν απαιτείται μεν το αντικειμενικά πραγματοποιήσιμο της απειλής, όμως αυτή πρέπει να λειτούργησε αιτιακά προς την πραγμάτωση του σκοπού του δράστη, π.χ.  απατηλή απειλή κατά ευάλωτου ανθρώπου με ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση. Η επαπειλούμενη ενέργεια,  τέλος, δεν απαιτείται να είναι παράνομη, καθώς το όποιο νόμιμο περιεχόμενο της απειλής, εν τέλει, καθίσταται παράνομο.
Η ΑΠΕΙΛΗ ΒΛΑΒΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ, ΤΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ, ΤΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΜΑΤΟΣ Ή ΑΛΛΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ
Στο βασικό αδίκημα της εκβίασης, όπως διαπιστώσαμε, η απειλή μπορεί να στρέφεται κατά οποιουδήποτε εννόμου αγαθού ή συμφέροντος του παθόντος. Στα πλαίσια της διατύπωσης του άρθρου 385 παρ. 3 Π.Κ. ,όμως, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης της εκβίασης επιχειρήσεων απαιτείται η απειλή βλάβης της επιχείρησης κ.λ.π. και όχι απλώς η απειλή άλλης παράνομης πράξης ή παράλειψης. Τέλος, τα όρια μεταξύ βίας και απειλής συμπλέκονται συχνά, αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία στην εκβίαση επιχειρήσεων, όπου, για παράδειγμα, η χρήση ενός όπλου από το δράστη μέσα στο χώρο μίας επιχείρησης, όταν με τους πυροβολισμούς του καταστρέφει αντικείμενα της επιχείρησης, ασκεί μεν βία, αλλά ταυτόχρονα η πράξη του αυτή συνιστά και απειλή. Η απειλή αυτή αποτελεί μία ειδικά διαβαθμισμένη απειλή που συνοδεύει την τυποποίηση του αδικήματος της εκβίασης επιχειρήσεων σε αυτοτελή διάταξη (διακεκριμένη παραλλαγή). Έτσι, όπως για τη στοιχειοθέτηση της βαριάς εκβίασης απαιτούνται απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, με αντίστοιχο τρόπο, εδώ γίνεται λόγος για απειλή βλάβης που ως αντικείμενο έχει επιχείρηση, επάγγελμα, λειτούργημα ή άλλη δραστηριότητα.
ΟΙ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ, ΤΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ, ΤΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ.
Το αντικείμενο προσβολής του ανωτέρω αδικήματος είναι όπως επισημάνθηκε η επιχείρηση, το επάγγελμα, το λειτούργημα και η άλλη δραστηριότητα, όροι εξωποινικοί, καθώς από καμία διάταξη δεν προσδιορίζεται η έννοια τους, μολονότι σχετίζονται αφενός με το εμπορικό και αφετέρου με το φορολογικό δίκαιο.
Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ
Το πρώτο από τα αντικείμενα προσβολής κατά του οποίου μπορεί να στραφεί η βία ή η απειλή είναι η επιχείρηση. Η έννοιά της είναι από τη φύση της εξωποινική, άλλωστε, το ακριβές  περιεχόμενο του αποδέκτη της εκβιαστικής προσβολής του άρ. 385 παρ. 3 Π.Κ. προσδιορίζεται από την ίδια την νομοθεσία. Κύριο χαρακτηριστικό της αποτελεί η επίτευξη κέρδους (π.χ. τράπεζες, υπηρεσίες παροχής υπηρεσιών, θεάματος ή μουσικής).  Ωστόσο, όταν, ο επιχειρηματίας συναρτά την ίδια τη λειτουργία της επιχείρησής του με την τέλεση ποινικών αδικημάτων τίθεται εκτός της ποινικής προστασίας αυτής της διάταξης.
ΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ
Επάγγελμα θεωρείται κάθε δραστηριότητα που αποσκοπεί στο βιοπορισμό ενός προσώπου (π.χ. επάγγελμα ιατρού, δικηγόρου, φαρμακοποιού).
ΤΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΜΑ  
Περιγράφει ιδιαίτερα σημαντική υπηρεσία, η οποία αν και συνιστά μία αξιολογική έννοια, χρησιμοποιείται στο άρ. 16 παρ. 6 του Συντάγματος με την έννοια της αξιόλογης δημόσιας  θέσης, καλύπτοντας έτσι μία ευρεία έκταση επαγγελμάτων λ.χ. του δικαστικού λειτουργού, του εκκλησιαστικού λειτουργού και του εκπαιδευτικού λειτουργού.
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ
Έχει χαρακτηριστεί ως γλωσσικός πλεονασμός, καθώς ενέχει έναν αυξημένο κίνδυνο αοριστίας που ακροβατεί στα όρια της αντισυνταγματικότητας, άρα προκύπτει ανάγκη συστολής του γράμματος του νόμου. Για αυτό, οι όροι που έχουν προηγηθεί πρέπει να χρησιμοποιούνται ως φίλτρο ενώ παράλληλα οι κοινοί τόποι τους να απαιτούνται και σε αυτήν την περίπτωση.
Ο ΠΑΡΑΝΟΜΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΟΦΕΛΟΥΣ
Η άδικη πράξη εκβίασης δε στοιχειοθετείται, όταν ο δράστης έχει νόμιμη, ληξιπρόθεσμη και απαιτητή αξίωση για το όφελος, επομένως τυχόν ζήτημα ευθύνης του δράστη πρέπει να αναζητηθεί αλλού. Μολαταύτα, η χρησιμοποίηση παράνομων μέσων για την απόκτηση του οφέλους καθιστά το όφελος πάντοτε παράνομο και άρα στοιχειοθετείται εκβίαση. Επιπλέον, η άγνοια του παράνομου χαρακτήρα του οφέλους συνιστά ειδικό στοιχείο του αδίκου ή δεοντολογικό αντικειμενικό στοιχείο, που συχνά αναφέρεται και ως λόγος άρσης του αδίκου με θετική διατύπωση. Επικαλύπτεται, επομένως, όχι από την υποκειμενική υπόσταση αλλά από τη συνείδηση του αδίκου και κατά την ορθότερη άποψη, σε περίπτωση άγνοιας του παράνομου χαρακτήρα του επιδιωκόμενου περιουσιακού οφέλους συνεπάγεται νομική πλάνη, η οποία εφόσον κριθεί συγγνωστή οδηγεί στην άρση του καταλογισμού του υπαιτίου, εκτός αν μπορούσε να την αποφύγει οπότε το δικαστήριο μπορεί να του επιβάλλει μειωμένη ποινή κατ΄ άρ. 83 (άρ. 31 παρ. 2 Π.Κ.).
Η ΕΚΒΙΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
Εκτός από την πρώτη μορφή της εκβίασης επιχειρήσεων που εξετάστηκε ανωτέρω, τυποποιείται και μία δεύτερη μορφή συμπεριφοράς, η οποία αφορά την προσφορά παροχής ή την παροχή προστασίας για την αποτροπή τέτοιας βλάβης, βλάβης δηλαδή που στρέφεται κατά της επιχείρησης κ.λ.π. Η δεύτερη μορφή τέλεσης γίνεται δεκτό ότι προϋποθέτει την εξαπόλυση απειλής ότι η επιχείρηση είναι δήθεν στόχος βλαπτικών πρωτοβουλιών και ότι μόνο η παροχή προστασίας είναι τάχα ικανή έναντι αμοιβής να εξουδετερώσει την επερχόμενη βλάβη. Ο δράστης θέτει στην ουσία το αδυσώπητο δίλημμα ή θα πληρώσεις ή άλλως η επιχείρηση θα καταστραφεί. Οι όροι σχετικά με την παροχή προστασίας δηλώνουν ότι ο δράστης έχει υπό την επίβλεψη του τη λειτουργία της επιχείρησης κ.λ.π. και ότι ο υπεύθυνος παρέχει στον προστάτη ένα είδος φόρου. Άλλωστε, η έννοια της προστασίας χρησιμοποιείται με την ιδιωματική της έννοια, δηλαδή όπως ακριβώς την χρησιμοποιούν και οι δράστες τέτοιων εκβιάσεων. Είναι φανερό ότι η προσφορά προστασίας δεν είναι κυριολεκτικά προστασία της επιχείρησης αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για μία συγκαλυμμένη απειλή, τουτέστιν, ένα πρόσχημα για την παράλειψη της βλάβης της επιχείρησης, η απειλή ,φυσικά, μπορεί πέρα από συγκαλυμμένη να είναι και ευθεία. Τέλος, αναγκαίο κρίνεται να επισημανθεί ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος δεν αρκεί η απλή προσφορά προστασίας αλλά απαιτείται να έχει γίνει και αποδεκτή.
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ
Έπειτα από την διαμόρφωση της βούλησης του θύματος, σύμφωνα με τις επιταγές του δράστη, όπως είδαμε αμέσως πιο πάνω, η πρακτική έκφανση της εξαναγκαστικής αυτής βούλησης συνίσταται στο ότι ο εξαναγκασθείς θα προβεί σε πράξη περιουσιακής διάθεσης, δηλαδή πράξη, παράλειψη ή ανοχή, που με τη σειρά της θα έχει ως αποτέλεσμα την ζημία στην περιουσία του. Η πράξη περιουσιακής διάθεσης, λοιπόν, θα πρέπει να συνδέεται αιτιωδώς με την εξαναγκαστική βούληση του θύματος, όπως αυτή προέκυψε εξαιτίας της πράξης εξαναγκασμού του δράστη. Ομοίως και εδώ, εάν ελλείπει ο απαραίτητος αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ εξαναγκασμένης βούλησης και πράξης περιουσιακής διάθεσης, δεν θα υπάρχει τετελεσμένη εκβίαση αλλά μόνο απόπειρα αυτής. π.χ. θα πρόκειται για απόπειρα εκβίασης, στην περίπτωση που δε θα λάβει χώρα περιουσιακή διάθεση ή αν αυτή γίνει υπό την προστασία των αρχών με προσημειωμένα χρήματα, καθώς το θύμα, εν τέλει, δεν υπέκυψε στο φόβο του δράστη.
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΗ ΖΗΜΙΑ
Η έννοια της περιουσιακής ζημίας συνίσταται στην μείωση της συνολικής αξίας της περιουσίας ενός προσώπου, ενώ ζημία μπορεί να συνιστά όχι μόνο η απώλεια ενός περιουσιακού στοιχείου ή δικαιώματος αλλά και η ανάληψη μίας υποχρέωσης που επιφέρει επαύξηση του παθητικού μέρους της περιουσίας. Όταν, ακόμη, ο δράστης εξαναγκάζει το θύμα να αγοράσει ένα πράγμα ανάλογης αξίας που όμως δεν επιθυμεί να το χρησιμοποιήσει, στοιχειοθετείται περίπτωση ζημίας και άρα εκβίαση.
Ο ΑΓΡΑΦΟΣ ΟΡΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΟΤΗΤΑΣ ΓΙΑ ΠΑΡΑΝΟΜΟ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΟ ΟΦΕΛΟΣ
Εκτός από τους ρητά διατυπωμένους όρους της αντικειμενικής υπόστασης, υποστηρίζεται ότι υπάρχει και ένας άγραφος αλλά εννοούμενος όρος της, που περιορίζει το τυποποιημένο άδικο της εκβίασης. Είναι η προσφορότητα της συμπεριφοράς του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή τρίτο παράνομο περιουσιακό όφελος. Η εν λόγω έννοια αφορά αφενός την προσφορότητα της συμπεριφοράς να προσπορίσει όφελος, αντίστοιχο της προκληθείσης ζημίας (υλική αντιστοιχία ζημίας και οφέλους) και αφετέρου την προσφορότητα της συμπεριφοράς να προσπορίσει παράνομο όφελος.
ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ
Μεταξύ όλων των αντικειμενικών στοιχείων της εκβίασης απαιτείται να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος ή αιτιώδης συνάφεια, που θεωρείται άγραφο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης ενός εγκλήματος. Η αιτιώδης συνάφεια νοείται με βάση τη θεωρία του ισοδυνάμου των όρων. Συνεπώς, για την κατάφαση της ζημίας πρέπει η βία ή η απειλή να προκαλέσουν στον εξαναγκαζόμενο τρόμο ή ανησυχία ώστε να προβεί σε μια πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται αιτιωδώς περιουσιακή ζημία στον ίδιο ή άλλο. Εάν λείπει κάποιο στοιχείο εξ αυτών τότε στοιχειοθετείται απόπειρα εκβίασης. Η περιουσιακή ζημία του εξαναγκαζόμενου πρέπει να προκληθεί δια της εκβίασης, που σημαίνει ότι ο εξαναγκασμός πρέπει να υπάρχει και κατά το χρόνο που το θύμα ενδίδει και να επέδρασε η βία ή η απειλή στο σχηματισμό της βούλησης του.  
Η ΚΑΤ΄ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΕΛΟΥΜΕΝΗ ΕΚΒΙΑΣΗ
Στο δεύτερο εδάφιο του άρ. 385 παρ. 3 Π.Κ. τιμωρείται ο δράστης που τελεί ιδιαιτέρα διακεκριμένη εκβίαση επιχειρήσεων κ.λ.π. ,ήτοι με την μορφή της κατ’ επάγγελμα τέλεσης, σύμφωνα με το άρθρο 13 περίπτωση ε του Π.Κ., που καταγράφει τον ορισμό της κατ’ επάγγελμα τέλεσης. Επομένως, όπως καταδεικνύεται και από την Α.Π. 1720/2007, πρέπει να προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά τόσο η ύπαρξη υποδομής όσο και ο σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Αυτή η νομοθετική επιλογή υποδηλώνει την πρόθεση του νομοθέτη να πατάξει τη δράση του οργανωμένου εγκλήματος. Πρόκειται τέλος, για υποκειμενικό εξωτερικό όρο του αξιοποίνου που όταν συντρέχει μετατρέπει ,όπως ήδη επισημάνθηκε, την ήπια διακεκριμένη εκβίαση σε ιδιαίτερα διακεκριμένη.
ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ
ΥΠΑΙΤΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΣΚΟΠΟΣ ΠΑΡΑΝΟΜΟΥ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΟΥ ΟΦΕΛΟΥΣ
Για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αρκεί ακόμη και ενδεχόμενος δόλος (άρ. 26 παρ. 1, 27 Π.Κ.), αλλά απαιτείται και ο πρόσθετος σκοπός του παράνομου περιουσιακού οφέλους. Η εκβίαση επιχειρήσεων, όπως και η βασική εκβίαση,  είναι έγκλημα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση. Για το όφελος, δηλαδή, απαιτείται άμεσος δόλος α’ βαθμού, χωρίς να χρειάζεται και η τυπική περάτωση του. Έτσι, για την παραδοχή της συγκεκριμένης μορφής δόλου, απαιτείται ο δράστης, εκτός των υπολοίπων, να γνωρίζει ή να προβλέπει – πιθανολογεί και να αποδέχεται ότι η πράξη εξαναγκασμού στρέφεται κατά ενός από τα υλικά αντικείμενα της επιχείρησης, του επαγγέλματος κλπ. ή ότι η προσφορά προστασίας ενδέχεται να εκληφθεί ως συγκεκαλυμμένη απειλή.
ΠΛΑΝΕΣ
Η πλάνη του δράστη γα κάποιο από τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης  της εκβίασης είναι πραγματική και συνεπώς αποκλείει την κατάφαση δόλου οποιασδήποτε μορφής. Περαιτέρω, η πλάνη του δράστη για το εάν η πράξη του εξαναγκασμού στρέφεται εναντίον κάποιου από τα αντικείμενα της διάταξης μπορεί να είναι είτε πραγματική είτε νομική. Όταν ο δράστης απειλεί κάποιον π.χ. ότι θα τον καταγγείλει για αξιόποινη πράξη που δεν έχει τελεστεί, εάν δεν λαμβάνει μηνιαίως κάποιο ποσό για ορισμένο χρονικό διάστημα και δεν γνωρίζει ότι στο πρόσωπο του θύματος συντρέχει η ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού, τότε η πλάνη θα είναι πραγματική και θα του καταλογιστεί μόνο η βασική εκβίαση, καθώς θα αποκλείεται ο δόλος του για αυτό το στοιχείο. Αν η πλάνη αφορά στο παράνομο, δηλαδή αν ο δράστης αγνοεί ότι το όφελος που περιμένει είναι παράνομο, είτε επειδή νομίζει ότι έχει νόμιμη αξίωση, είτε επειδή θεωρεί ότι τα μέσα αξίωσης της σχετίζονται κατά τις συναλλαγές, απαιτείται περαιτέρω διάκριση αναφορικά με το λόγο που σχημάτισε ο δράστης αυτή τη λανθασμένη εντύπωση. Έτσι, όταν αιτία της πλάνης είναι η εσφαλμένη εντύπωση ή γνώση της υλικής πραγματικότητας θα συντρέχει πραγματική πλάνη και αποκλειομένου του δόλου, δεν θα πληρούται η υποκειμενική υπόσταση, ενώ όταν αιτία της είναι η άγνοια των νομικών ρυθμίσεων ή της ερμηνείας τους, θα πρόκειται για νομική πλάνη, που θα άρει τον καταλογισμό αν κριθεί συγγνωστή (άρ. 31 παρ. 2 Π.Κ.).
ΑΠΟΠΕΙΡΑ
Αν, παρόλη την άσκηση παράνομος βίας ο εξαναγκαζόμενος δεν υποκύψει στη βία ή την απειλή ή δεν επέλθει ζημία, τότε υπάρχει απόπειρα εκβίασης.
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ
Όλες οι μορφές συμμετοχής είναι δυνατές στο έγκλημα της εκβίασης επιχειρήσεων.
ΣΥΡΡΟΗ
Η εγκληματική μονάδα της εκβίασης προσδιορίζεται αφενός από τον φορέα του βασικά προσβαλλόμενου έννομου αγαθού, δηλαδή της περιουσίας και αφετέρου από την ενότητα της πράξης της προσβολής της περιουσίας. Έτσι, μία εκβίαση υπάρχει όταν ο δράστης εξαναγκάζει με διαφορετικές πράξεις εξαναγκασμού περισσότερους να συμπράξουν στην ίδια πράξη περιουσιακής διάθεσης, ώστε να προκληθεί ζημία στην ίδια περιουσία, εξού και ο χαρακτηρισμός της ως γνήσιο πολύτροπο ή υπαλλακτικά μικτό έγκλημα. Αντίθετα, υπάρχουν περισσότερες εκβιάσεις, αν ο δράστης, έστω με μία μόνο πράξη εξαναγκασμού (κατ’ ιδέαν αληθινή συρροή) προσέβαλε περισσότερες περιουσίες, εφόσον χρειάστηκαν για τις προσβολές αυτές περισσότερες της μίας πράξης περιουσιακής διάθεσης. Μία εκβίαση υπάρχει αν υπήρξαν διαδοχικές πράξεις περιουσιακής διάθεσης που έτειναν στην αυτή περιουσιακή ζημία, όπως και αν οι περισσότερες περιουσίες ζημιώθηκαν από μία πράξη περιουσιακής διάθεσης.
ΦΑΙΝΟΜΕΝΙΚΗ ΣΥΡΡΟΗ 385 Π.Κ. ΜΕ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Η βασική εκβίαση συρρέει φαινομενικά με όλες τις παραλλαγές της, οι οποίες και εφαρμόζονται ως ειδικότερες. Έτσι, ως ειδικότερη θα υπερισχύσει η κατ’ επάγγελμα εκβίαση επιχειρήσεων της απλής εκβίασης επιχειρήσεων. Περαιτέρω, σε περίπτωση συρροής περισσότερων εκβιάσεων επιχειρήσεων μεταξύ τους, όταν βέβαια τα αυτά πραγματικά περιστατικά μπορούν να υπαχθούν σε περισσότερους κυρωτικούς κανόνες, θα υπερισχύει κάθε φορά η ειδικότερη. Ακόμη, μεταξύ της εκβίασης επιχειρήσεων και των εγκλημάτων της βαριάς εκβίασης, της ληστρικής εκβίασης και της ληστείας εν στενή έννοια υπάρχει σχέση αμοιβαίου αποκλεισμού. Σε περίπτωση εκβίασης επιχειρήσεων κ.λ.π. που τελείται με πράξη εξαναγκασμού, η οποία φέρει την απαιτούμενη στην ληστοειδή εκβίαση, ένταση, θα απορροφήσει, επειδή απωθείται, την εκβίαση επιχειρήσεων. Αδύνατη εμφανίζεται η συρροή εκβίασης (άρα και εκβίασης επιχειρήσεων) και απάτης (386 Π.Κ.), εφόσον πρόκειται για την ίδια περιουσιακή διάθεση, ωστόσο υπάρχει και αντίθετη άποψη στη νομολογία που δέχεται την κατ’ ιδέαν αληθινή συρροή, αν η βλάβη της περιουσίας θεμελιώνεται στη σύγχρονη και παράλληλη συμβολή τόσο της πράξης εξαναγκασμού όσο και της πράξης εξαπάτησης, π.χ. η ΑΠ 74/99. Ορθότερη φαίνεται, ωστόσο, η διάκριση πως αν ο διαθέτων διέθεσε πιστεύοντας εσφαλμένα ότι η περιουσιακή διάθεση δεν βλάπτει την περιουσία, θα πρόκειται μόνο για απάτη, ενώ αν πίστευε ότι βλάπτεται υπάρχει εκβίαση. Τέλος, αν όμως ο διαθέτων πλανάται μόνο αναφορικά με το αν ο δράστης μπορεί να πραγματώσει το εξαγγελλόμενο κακό τότε διαθέτει γνωρίζοντας ότι βλάπτει την περιουσία και συνακόλουθα υπάρχει μόνο εκβίαση. Η συρροή της εκβίασης με την παράνομη βία (330 Π.Κ.), εφόσον η μία δεν υπάγεται στην άλλη (π.χ. εξαναγκασμός σε πράξεις μη περιουσιακές ή απειλή μη παράνομης πράξης), είναι φαινομενική και θα απορροφήσει την απαξία της. Φαινομενικά, ως συντιμωρητή πράξη της εκβίασης συρρέει και η φθορά ξένης ιδιοκτησίας (378 Π.Κ.), σε περιπτώσεις βίας κατά πραγμάτων, εφόσον η φθορά ήταν το μέσο για την τέλεση της πράξης εξαναγκασμού.
ΑΛΗΘΙΝΗ ΣΥΡΡΟΗ
Λόγω της ετερότητας των προσβαλλόμενων εννόμων αγαθών η εκβίαση συρρέει αληθινά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη εγκληματική δραστηριότητα (Ν. 4557/2018), την παθητική δωροδοκία (235 Π.Κ.), την υπεξαγωγή εγγράφων (222 Π.Κ.), την εγκληματική οργάνωση (187 Π.Κ.), ήτοι της (παρ. 1 του 187 Π.Κ.) αν πρόκειται για διάπραξη κακουργηματικών εκβιάσεων είτε ληστοειδών είτε κατ’ επάγγελμα και της (παρ. 3 του 187 Π.Κ.) αν πρόκειται για διάπραξη πλημμεληματικών εκβιάσεων, είτε βασικών, είτε απλών εκβιάσεων επιχειρήσεων, την αρπαγή (322 Π.Κ.), με εξαίρεση την περίπτωση της απόπειρας εκβίασης που συρρέει φαινομενικά και απορροφάται από την αρπάγη, τη δυσφήμιση, απλή ή συκοφαντική (362, 363 Π.Κ.), όπως και με άλλα εγκλήματα στον ποινικό μας κώδικα, αλλά και με εγκλήματα που τυποποιούνται σε ειδικούς ποινικούς νόμους όπως π.χ. με την παράνομη οπλοκατοχή, οπλοφορία ή οπλοχρησία (Ν. 2168/1993).
ΤΟ ΤΙΜΩΡΗΤΟ:
ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
Η ήπια διακεκριμένη παραλλαγή της εκβίασης  επιχειρήσεων (άρ. 385 παρ. 3 εδ. α΄ Π.Κ.    ) είναι πλημμεληματική και τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών. Στις περιπτώσεις που συντρέχει απόπειρα, απλή συνέργεια ή ελαφρυντικές περιστάσεις (άρ. 84 Π.Κ.), το δικαστήριο μπορεί να μειώσει ελεύθερα την ποινή έως το ελάχιστο όριο του είδους της ποινής, σύμφωνα με το άρ. 83 στοιχείο δ’ Π.Κ., δηλαδή έως και τις δέκα ημέρες (άρ 18, 53 Π.Κ.). Η απαγόρευση μετατροπής ή αναστολής της ποινής έχει ήδη καταργηθεί. Το αθροιστικό έγκλημα της κατ’ επάγγελμα τέλεσης εκβίασης επιχειρήσεων (ιδιαίτερα διακεκριμένη παραλλαγή της εκβίασης) τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα έτη και χρηματική ποινή, επομένως έχει πλαίσιο ποινής από πέντε έως δέκα χρόνια.
ΛΟΓΟΙ ΑΡΣΗΣ ΤΟΥ ΤΙΜΩΡΗΤΟΥ
Η εκβίαση είναι το μόνο αδίκημα από όλα τα εγκλήματα του 23ου Κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του Π.Κ. για το οποίο δεν προβλέπεται ως ειδικός λόγος εξάλειψης του αξιοποίνου η έμπρακτη μετάνοια, για την οποία δε γίνεται λόγος στο άρ. 405 παρ. 2 Π.Κ. Η εξαίρεση αυτή έχει ως αιτία το γεγονός ότι το συμπροστατευόμενο έννομο αγαθό της προσωπικής ελευθερίας εφόσον προσβληθεί δεν επιδέχεται διόρθωσης, συνεπώς πλήρης έμπρακτη μετάνοια δε δύναται να νοηθεί. Άρα, λοιπόν, η όποια μεταστροφή του δράστη, μετά την τέλεση του εγκλήματος της εκβίασης, μόνο στα πλαίσια των ελαφρυντικών περιστάσεων (άρ. 84 παρ. 2 στοιχείο δ΄ Π.Κ.– ειλικρινής μετάνοια) ή της επιμέτρησης της ποινής (άρ. 79 παρ. 3 στοιχείο στ΄ Π.Κ. – μετάνοια) μπορεί να ληφθεί υπόψη.
ΤΡΟΠΟΣ ΔΙΩΞΗΣ
Τόσο η ήπια διακεκριμένη παραλλαγή της εκβίασης επιχειρήσεων, όσο και η κακουργηματική διώκεται αυτεπάγγελτα.
ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ
Ως πλημμέλημα η πρώτη υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, ενώ η δεύτερη σε δεκαπενταετή, εφόσον ο νόμος δεν προβλέπει για αυτήν ισόβια κάθειρξη (άρ. 111 παρ. 2 Π.Κ.) και ούτε επέλθει τυχόν αναστολή της με μία από τις μορφές του άρ. 113 Π.Κ.  Αναφορικά με την έναρξη της παραγραφής, η προθεσμία της αρχίζει από τον χρόνο συμπεριφοράς (άρ. 17 Π.Κ.), δηλαδή τον χρόνο τέλεσης της πράξης εξαναγκασμού, ενώ αδιάφορος είναι ο χρόνος επέλευσης του αποτελέσματος (σε αντίθεση με τον τόπο της εκβίασης του άρ. 16 Π.Κ.), δηλαδή είναι αδιάφορος ο χρόνος εξαναγκασμού της περιουσιακής διάθεσης ή της ζημίας. Τέλος, σε περιπτώσεις κατάφασης κατ’ εξακολούθησης εκβίασης, κάθε επιμέρους πράξη έχει το δικό της χρόνο έναρξης της παραγραφής της.   
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Παπαδαμάκης Α., τα περιουσιακά εγκλήματα, εκδ. Σάκκουλα, 3η έκδοση, 2020.
2. Μανωλεδάκης Ι., Ποινικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, 7η έκδοση, 2005
3. Βαθιώτης Κ., Απάτη και εκβίαση, έκδ. Π.Ν Σάκκουλα, 2014
4. Χαραλαμπάκης Α., Ποινικός Κώδικας: Ερμηνεία κατ΄ άρθρο, τομ. ΙΙ, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2021.
5. Παπαδαμάκης Α., Η εκβιαστική «προστασία» επιχειρήσεων (άρ. 385 παρ. 1 εδ. β΄) ως μορφή οργανωμένου εγκλήματος, Τιμ. Τομ. Γ. – Α. Μαγκάκη, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1999.
6. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ε., Το έγκλημα της παράνομης βίας κατά το άρθρο 330 Π.Κ., Αρμ. 1982.

===========